ναυηγίων — ναυάγιον piece of wreckage neut gen pl (ionic) ναυαγέω suffer shipwreck pres part act masc nom sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυήγια — ναυάγιον piece of wreckage neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek
ДЕМАД — • Demādes, Δημάδης, афинянин низшего сословия, сын рыбака, своим ораторским талантом приобрел большое значение, правда, не в пользу государства; он был противником Демосфена, против которого он восставал в народных собраниях, и даже,… … Реальный словарь классических древностей
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
ναυαγιάζω — (Μ) [ναυάγιον] ναυαγώ … Dictionary of Greek
ναυαγιοφόρος — ναυαγιοφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί ναυάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιον + φόρος*] … Dictionary of Greek
ԾՈՎԱԿՈԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Early classical, 9c գ. ναυάγιον naufragium. Ալէկոծութիւն, եւ նաւաբեկութիւն. *Իբրեւ (ʼի) նաւահանգիստ (ըն) կալեալ՝ ծովակոծութեան մտանէ. Ոսկ. մ. ՟Ա. 5: *Մրրիկ զսահելի եւ զխռովական եւզսովորական ուսմանց եւ իմանալ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ναυαγίοις — ναυᾱγίοις , ναυάγιον piece of wreckage neut dat pl ναυᾱγίοις , ναυαγέω suffer shipwreck pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγίου — ναυᾱγίου , ναυάγιον piece of wreckage neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)